- γευστικοί
- γευστικόςofmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
αγαρικίδες — (agaricaceae).Οικογένεια των βασιδιομυκήτων, στην οποία ανήκουν πολλά μανιτάρια. Είναι φυτά σαρκώδη συνήθως, από τα οποία πολλά είναι φαγώσιμα και άλλα δηλητηριώδη. Μερικά είδη είναι παρασιτικά, ενώ τα περισσότερα είναι σαπροφυτικά και παίζουν… … Dictionary of Greek